- φέλλινος
- φέλλῐνος, η, ον,A made of cork, Luc.VH2.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φέλλινος — η, ο / φέλλινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που αποτελείται από φελλό νεοελλ. κατασκευασμένος από φελλό, φελλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
φελλίνην — φέλλινος made of cork fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέλλινα — φέλλινος made of cork neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλίνας — φελλίνᾱς , φέλλινος made of cork fem acc pl φελλίνᾱς , φέλλινος made of cork fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλένιος — α, ο, Ν φέλλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
φελλώδης — ες / φελλώδης, ῶδες, ΝΑ [φελλός] κατασκευασμένος από φελλό, φέλλινος νεοελλ. όμοιος με φελλό … Dictionary of Greek
φελλένιος, -ια, -ιο — και φέλλινος, η, ο 1. αυτός που αποτελείται από φελλό, φελλώδης: Η τάπα του μπουκαλιού είναι φελλένια. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος από φελλό, φελλωτός: Φελλένιο τακούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φελλωτός — ή, ό αυτός που είναι κατασκευασμένος από φελλό, ο φέλλινος: Το φελλωτό καραβάκι του παιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φελλίναι — φελλίνᾱͅ , φέλλινος made of cork fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)